Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πᾶσι τούτοις

См. также в других словарях:

  • PANCRATIASTES — quis olim dictus sit, insignis hic Aristotelis indicat locus Rhetor. l. 1. c. 5. circa fin. Α᾿γωνιςτικὴ δὲ σώματος ἀρετὴ σύγκειται ἐκ μεγέθους καὶ ἰσχύος καὶ τάχους. Καὶ γὰρ ὁ ταχὺς ἰσχυρός ἐςτιν, ὁ γὰρ δυνάμενος τὰ σκέλη καὶ ῥίπτειν πῶς καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EXECUTORES — inter alia Iudices dicti sunt, vel alii a Principe delegati, qui Conciliorum Statura exsecutioni curarent mandari: Ε᾿πεξεργαςαὶ, in Cod. Can. Eccl. Afric. c. 96. et Ε᾿κβιβαςται. Η῍ρεσε πρὸς τούτοις, ὣςε Ε᾿βιβαςὰς εν πᾶσι τοῖς τῆς Ε᾿κκλησίας… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»